Χοληστερίνη στην παιδική ηλικία: μήπως πρέπει να δώσουμε προσοχή;
Γενικές πληροφορίες
Οι περισσότεροι γονείς δεν αξιολογούν τις τιμές χοληστερόλης στα παιδιά τους. Όμως τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης είναι ένας βασικός προδιαθεσικός παράγοντας για καρδιαγγειακές νόσους. Μάλιστα, πολλές μελέτες συνδέουν τις καρδιαγγειακές παθήσεις με την παιδική ηλικία. Αυτό συνεπάγεται από την επιστημονική έκθεση του American Heart Association. Αυτά σε συνδυασμό με την αύξηση του ρυθμού εμφάνισης παχυσαρκίας θέτουν τα παιδιά μας σε κίνδυνο.
Σύμφωνα με τον Dr. William Neal, διευθυντή του κέντρου υγείας του Πανεπιστημίου της West Virginia, σε έρευνα που πραγματοποίησε με τη βοήθεια των συνεργατών του σε 20.000 παιδιά, τα 548 βρέθηκαν με υψηλά επίπεδα χοληστερόλης στο αίμα. Μάλιστα, τα 92 θα έπρεπε να ενταχθούν σε φαρμακευτική αγωγή για την αντιμετώπισή της. Το πιο σημαντικό στοιχείο είναι ότι κανένα από αυτά τα παιδιά δεν είχαν το απαιτούμενο προφίλ που θα οδηγούσε τον γονέα ή τον παιδίατρο για να συστήσει τον εργαστηριακό έλεγχο.
Τα προβλήματα που συνοδεύουν τα υψηλά επίπεδα χοληστερόλης δεν γίνονται αντιληπτά για αρκετά χρόνια με αποτέλεσμα να είναι δύσκολη η διάγνωσή τους. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντικό να γνωρίζουμε τα επίπεδα χοληστερόλης, ειδικά εάν υπάρχει οικογενειακό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας ή πρόωρων καρδιαγγειακών νόσων.
Ο εντοπισμός τους θα σας επιτρέψει, σε συνεργασία με τις οδηγίες ενός ειδικού να κάνετε τις απαραίτητες αλλαγές στη διατροφή του για τη μείωση της χοληστερόλης.
Σχετικά με τη χοληστερόλη
Η χοληστερόλη είναι ένα από τα λιπίδια που συνθέτει ο ανθρώπινος οργανισμός, την οποία χρησιμοποιεί στη δομή των κυττάρων και στη σύνθεση διαφόρων ορμονών. Δεν απαιτείται λοιπόν να τη λαμβάνουμε διατροφικά. Ο οργανισμός μπορεί να καλύπτει μόνος του τις ανάγκες του.
Δεν υπάρχουν τρόφιμα φυτικής προέλευσης που να περιέχουν χοληστερόλη. Βασικοί διατροφικοί πάροχοι είναι ζωικά τρόφιμα όπως ο κρόκος αβγού, το κρέας, τα πουλερικά, τα θαλασσινά, τα γαλακτοκομικά κ.ά.
Ο καλός, ο κακός και ο άσχημος
Χρησιμοποιώντας τον τίτλο της γνωστής ταινίας μπορούμε να αναφερθούμε στα είδη της χοληστερόλης, ώστε να ερμηνεύουμε σωστά τις τιμές των εξετάσεων.
Η χοληστερόλη δεν μπορεί να κινείται μόνη της στον ανθρώπινο οργανισμό. Για τη μεταφορά της λοιπόν ενώνεται με κάποια μόρια πρωτεΐνης σχηματίζοντας μία λιποπρωτεΐνη. Ανάλογα με την πυκνότητά της τη διακρίνουμε σε χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (LDL) και σε υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη (HDL). Αυτά είναι τα είδη που οι περισσότεροι έχουμε ακούσει και αναγράφονται στις βιοχημικές εξετάσεις αίματος.
LDL – χαμηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη: είναι η κακή χοληστερόλη. Όταν τα επίπεδα της αυξάνονται, τότε μπορεί να συμβάλει στη δημιουργία αθηρωματικών πλακών και τη στένωση αρτηριών.
HDL – υψηλής πυκνότητας λιποπρωτεΐνη: είναι η καλή χοληστερόλη. Αυτή συμμετέχει στη μεταφορά της χοληστερόλης πίσω στο συκώτι για επεξεργασία και απομάκρυνση από τον οργανισμό. Όσο υψηλότερες είναι οι τιμές της τόσο χαμηλότερος είναι ο κίνδυνος για τη δημιουργία αθηρωματικών πλακών και τελικά καρδιαγγειακών νόσων.
Οι τιμές των παραπάνω λιποπρωτεϊνών, όπως και της ολικής χοληστερόλης ορίζονται από τρεις βασικούς παράγοντες:
- Τη διατροφή
- Τη γονιδιακή προδιάθεση
- Το βαθμό φυσικής δραστηριότητας
Παιδιά με αυξημένη φυσική δραστηριότητα, σωστές διατροφικές συνήθειες, χωρίς οικογενειακό ιστορικό υπερχοληστερολαιμίας και με φυσιολογικό σωματικό βάρος, δεν παρουσιάζουν συνήθως κίνδυνο. Σε κάθε περίπτωση ο παιδίατρος είναι εκείνος που θα πρέπει να παραπέμψει τον γονέα για τον εργαστηριακό έλεγχο του παιδιού για τον εντοπισμό των επιπέδων χοληστερόλης.
Η λύση δεν απαιτεί «κόπο» αλλά «τρόπο»!
Τα παιδιά με οικογενειακό ιστορικό υπερλιπιδαιμίας συστήνεται να ελέγχονται μεταξύ το 2ο και 10ο έτος της ηλικίας τους. Σε περίπτωση που τα επίπεδα χοληστερόλης βρεθούν υψηλά, τότε οι προσαρμογές που απαιτούνται δεν είναι δύσκολες, αλλά πρέπει να γίνονται από όλη την οικογένεια και όχι μόνο από το συγκεκριμένο παιδί. Άλλωστε, οι διατροφικές οδηγίες για τον περιορισμό της χοληστερόλης μοιάζουν σε μεγάλο βαθμό με τις κλασσικές οδηγίες σωστής διατροφής. Και επειδή οι γονείς πρέπει να δείχνουν στο παιδί το σωστό τρόπο ζωής και διατροφής, πρέπει να συμμετέχουν ενεργά στη διαδικασία συλλέγοντας και τηρώντας και σωστούς κανόνες υγιεινής διατροφής.
Τα κορεσμένα και ακόρεστα λιπαρά
Εστιάζοντας αρχικά στη διατροφή, πρέπει να μειωθεί η πρόσληψη των κορεσμένων και ακόρεστων λιπαρών οξέων. Αυτό θα ήταν σκόπιμο να γίνει σε όλα τα παιδιά και τους ενήλικες. Τα κορεσμένα λιπαρά οξέα περιέχονται κυρίως στα ζωικά τρόφιμα, όπως το κόκκινο κρέας, το δέρμα των πουλερικών, τα γαλακτοκομικά (γάλα, γιαούρτι, τυρί), το βούτυρο, τη σοκολάτα αλλά και στα τηγανισμένα και επεξεργασμένα τρόφιμα. Για τον περιορισμό της πρόσληψής τους συστήνεται η περιορισμένη χρήση του κόκκινου κρέατος (έως 1 φορά εβδομαδιαίως), η απομάκρυνση του δέρματος των πουλερικών πριν το μαγείρεμα, ο περιορισμός της χρήσης του τηγανιού στο σπίτι και η χρήση γαλακτοκομικών με λίγα λιπαρά. Σχετικά με τα επεξεργασμένα τρόφιμα, όπως τα μπισκότα, οι γκοφρέτες, τα πατατάκια κ.ά., τα οποία αποδίδουν παράλληλα και σημαντικές ποσότητες ακόρεστων λιπαρών οξέων, θα πρέπει να μειωθούν στην καθημερινή διατροφή. Σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να απαγορευθούν, αλλά θα πρέπει να επιλέγονται αραιά και να μην υπάρχουν στα ντουλάπια της κουζίνας μας. Με λίγα λόγια να αφαιρεθούν από τη λίστα αγορών που χρησιμοποιούμε στο σούπερ μάρκετ. Επίσης, διαβάζοντας προσεκτικά τις ετικέτες θα δούμε ότι υπάρχουν εταιρείες που έχουν περιορίσει σημαντικά τα κορεσμένα και αποκλείσει τελείως τα ακόρεστα λιπαρά οξέα από τα προϊόντα τους.
Παράλληλα, θα πρέπει να λαμβάνουν περισσότερα ω-3 λιπαρά οξέα και φυτικές ίνες. Τα ω-3 λιπαρά οξέα θα τα βρούμε σε λιπαρά ψάρια αλλά και σε ωμούς και ανάλατους ξηρούς καρπούς, όπως τα αμύγδαλα και τα καρύδια. Σε προηγούμενο τεύχος είχαμε αναφερθεί εκτενώς σε τρόπους ένταξης αυτών των τροφίμων στο καθημερινό διαιτολόγιο του παιδιού. Για τις φυτικές ίνες, η οδηγία δεν είναι άλλη από τη γνωστή σε όλους μας… βάλτε τα φρούτα, τα λαχανικά, τα όσπρια και τα παραδοσιακά ελληνικά λαδερά φαγητά στη διατροφή σας με προσοχή στην ποσότητα του λαδιού που χρησιμοποιείτε.